ἀγχιστείαν

ἀγχιστείαν
ἀγχιστείᾱν , ἀγχιστεία
close kinship
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • близочьство — БЛИЗОЧЬСТВ|О (19), А с. Свойство: Суть же друзии браци. не соузомь сродьства. близочьствомь же взъбранѩеми творити. близочьство же есть ||=своiство лиць. ѡ(т) браковъ намъ сочтано проче сродъства. (διὰ... ἀγχιστείαν... ἀγχιστεία) КР 1284, 283б в; …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • κληρονομιά — και κληρονομία και κλερονομιά, η (AM κληρονομία) [κληρονόμος.] το σύνολο ή το μέρος τής περιουσίας το οποίο μετά τον θάνατο τού κυρίου και κατόχου του περιέρχεται στην κυριότητα άλλου ή άλλων (α. «πήρε μια μεγάλη κληρονομιά και πλούτισε» β.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”